-
1 помеха
η παρεμβολ/ή, το εμπόδιο, το κώλυμα, η δυσχέρεια/δυσκολίαиндустриальная - см. промышленная -местная (рлк.) - τοπική -ответная - (рлк.) τα ηλεκτρονικά αντίμετραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помеха
-
2 помеха
помех||аж τό ἐμπόδιο[ν], τό κώλυμα, ἡ δυσκολία, τό πρόσκομμα:устранить \помехаи ἀπομακρύνω τά ἐμπόδια· атмосферные \помехаи τά ἀτμοσφαιρικά παράσιτα (ραδιοφώνου).